προθυμῇ

προθυμῇ
προθυμέομαι
Ages..
pres subj mp 2nd sg
προθυμέομαι
Ages..
pres ind mp 2nd sg
προθῡμῇ , προθυμέομαι
Ages..
pres subj mp 2nd sg
προθῡμῇ , προθυμέομαι
Ages..
pres ind mp 2nd sg
προθῡμῇ , προθυμέομαι
Ages..
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προθυμῆι — προθυμῇ , προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 2nd sg προθυμῇ , προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 2nd sg προθῡμῇ , προθυμέομαι Ages.. pres subj mp 2nd sg προθῡμῇ , προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 2nd sg προθῡμῇ , προθυμέομαι Ages.. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • ετοιμοδώρητος — ἑτοιμοδώρητος, ον (Μ) 1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός] …   Dictionary of Greek

  • ευπείθεια — η (ΑΜ εὐπείθεια, Α και ιων. τ. εὐπειθείη) [ευπειθής] πρόθυμη υπακοή …   Dictionary of Greek

  • ευυπότακτος — η, ο (Μ εὐυπότακτος, ον) αυτός που υπακούει εύκολα, που υποτάσσεται εύκολα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπότακτον η υποταγή, η πρόθυμη υπακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπό τακτος (< υπο τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • λήμα — (I) η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae. (II) λῆμα, τὸ (Α) 1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση 2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.) 3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου στι τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”